- νοικοκυρόπαιδο
- το1. παιδί από νοικοκυρόσπιτο2. τακτικό και φρόνιμο παιδί, νοικοκυρεμένο.[ΕΤΥΜΟΛ. < νοικοκύρης + παιδί].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
νοικοκυρόπαιδο — το 1. παιδί από νοικοκυρόσπιτο. 2. ταχτικό, συνετό παιδί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)